ειδυλλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται σε ειδύλλιο («ειδυλλιακή ποίηση») 2. αυτός που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια («ειδυλλιακή ζωή», «ειδυλλιακό τοπίο») … Dictionary of Greek
Γκέσνερ, Σόλομον — (Solomon Gessner, Ζυρίχη 1730 – 1788). Ελβετός ποιητής. Το έργο του απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες· ήταν ίσως ο σημαντικότερος ειδυλλιακός ποιητής της γερμανικής γλώσσας. Η οργάνωση της ελβετικής κοινωνίας, που… … Dictionary of Greek
Ζιλιάκους, Εμίλ Γκουστάφ — (Émil Gustav Zilliacus, Τάμερφορς 1878 – 1961). Φιλανδός ποιητής. Διδάκτορας της αρχαίας φιλολογίας στο Ελσίνκι, κράτησε πάντα ζωντανό μέσα του το ιδεώδες της κλασικής τελειότητας. Έγραψε στα σουηδικά και μετέφρασε τραγωδίες του Αισχύλου, του… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek