ειδυλλιακός

ειδυλλιακός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ειδύλλιο (βλ. λ.): Ειδυλλιακή ποίηση.
2. που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια: Ειδυλλιακός έρωτας. – Ειδυλλιακή ζωή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ειδυλλιακός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται σε ειδύλλιο («ειδυλλιακή ποίηση») 2. αυτός που μοιάζει με όσα περιγράφονται στα ειδύλλια («ειδυλλιακή ζωή», «ειδυλλιακό τοπίο») …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Σόλομον — (Solomon Gessner, Ζυρίχη 1730 – 1788). Ελβετός ποιητής. Το έργο του απέκτησε γρήγορα μεγάλη φήμη και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες· ήταν ίσως ο σημαντικότερος ειδυλλιακός ποιητής της γερμανικής γλώσσας. Η οργάνωση της ελβετικής κοινωνίας, που… …   Dictionary of Greek

  • Ζιλιάκους, Εμίλ Γκουστάφ — (Émil Gustav Zilliacus, Τάμερφορς 1878 – 1961). Φιλανδός ποιητής. Διδάκτορας της αρχαίας φιλολογίας στο Ελσίνκι, κράτησε πάντα ζωντανό μέσα του το ιδεώδες της κλασικής τελειότητας. Έγραψε στα σουηδικά και μετέφρασε τραγωδίες του Αισχύλου, του… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”